λάρνακα

λάρνακα
Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα, καθώς εξελίχθηκε σε κέντρο μιας αγροτικής περιοχής με παράλληλη βιομηχανική ανάπτυξη (ελαιουργίες, καπνοβιομηχανίες, σαπωνοποιίες, βιομηχανίες απορρυπαντικών κ.ά.). Η ονομασία αυτή της αποδόθηκε στη διάρκεια της φραγκοκρατίας (μέχρι τότε ονομαζόταν Αλυκές), πιθανότατα από τον γειτονικό ναό του Λαρνακίου Διός. Το λιμάνι της, εκτός από εμπορική κίνηση, εξυπηρετεί και μεγάλο αριθμό τουριστών. Μέχρι τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, το λιμάνι της Λ. ήταν το πρώτο της Κύπρου, έκτοτε όμως άρχισε να υποσκελίζεται από τα γειτονικά της Αμμοχώστου και της Λεμεσού. Στην πόλη υπάρχουν μεγάλα και αξιόλογα κτίρια, από τα οποία τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα βρίσκονται στην προκυμαία. Υπάρχει επίσης η παροικία των καθολικών, καθώς και τα μοναστήρια των καλογριών του Αγίου Ιωσήφ και των καλόγερων της Αγίας Γης, με αξιόλογα κτίρια. Η Λ. διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο, το μοναδικό που λειτουργεί σήμερα στο νησί μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Ο τεκές Χαλά Σουλτά στη Λάρνακα (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου). Φιάλες από ανδεσίτη, ευρήματα από τον αρχαιότερο νεολιθικό οικισμό της Κύπρου, τη Χοιροκοιτία, στην περιοχή της Λάρνακας.
* * *
η (AM λάρναξ, -ακος, ἡ και ὁ)
1. κιβώτιο για εναπόθεση τών οστών ή τής τέφρας νεκρού, φέρετρο
2. θήκη άγιων λειψάνων
νεοελλ.
ιατρ. νάρθηκας που χρησιμοποιείται στις παθήσεις τής σπονδυλικής στήλης
(μσν. -αρχ.) κουτί για φύλαξη διαφόρων πραγμάτων
αρχ.
1. μεγάλη κιβωτός, όπως η κιβωτός τού Δευκαλίωνος
2. σκάφη για πότισμα, ποτίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρουσιάζει επίθημα ίδιο με τους τ. κάμαξ, πίναξ, κλῖμαξ. Πιθ. να έχει προέλθει < νάρναξ, γλώσσα που απαντά στον Ησύχιο και σημαίνει «κιβωτός» (πρβλ. και Ναρνάκιος, επίθ. τού Ποσειδώνος) με ανομοιωτική τροπή τού αρκτικού ν- σε λ-. Η αναγωγή τού τ. σε ΙΕ ρίζα *(s)ner- και η σύνδεσή του με λιθουαν. nerti «διαπερνώ» δεν φαίνεται βάσιμη. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. πιθ. να είναι δάνεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λάρνακα — η 1. θήκη αγίων λειψάνων: Στον καθεδρικό ναό της πόλης φυλάσσεται η λάρνακα του πολιούχου αγίου. 2. κιβώτιο όπου φυλάσσονται τα οστά ή η τέφρα νεκρού: Σκαλιστή λάρνακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάρνακα ή λάρναξ — Ονομασία ξύλινων ή πήλινων κιβωτίων κατά την αρχαιότητα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως στις δευτερογενείς ταφές (αποθήκευση των οστών ή της τέφρας του νεκρού), ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι χρησιμοποιούνταν και ως κενοτάφια. Αργότερα, λ. ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • λάρνακα — λάρναξ coffer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηπιάδης, Γεώργιος — (Λάρνακα Κύπρου 1834 – 1910). Νομικός και λόγιος. Έζησε στην Αλεξάνδρεια, όπου υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της εκεί Κυπριακής Αδελφότητας. Στην ενασχόλησή του με τα γράμματα επικεντρώθηκε κυρίως σε παροικιακά θέματα. Από τα έργα του, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • Λιπέρτης, Δημήτριος — (Λάρνακα 1866 – Λευκωσία 1937). Κύπριος ποιητής. Διετέλεσε καθηγητής της αγγλικής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας, ενώ δίδαξε και στην Εμπορική Σχολή της Λεμεσού. Τα πρώτα του ποιήματα κυκλοφόρησαν το 1891 με τον τίτλο Χαλαρωμένη λύρα και… …   Dictionary of Greek

  • Νικολαΐδης, Μελής — (Λάρνακα 1898 – Αθήνα 1979). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής της κυπριακής εφημερίδας Ηχώ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1936 40 και 1952 54 διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Από τα βιβλία του τα… …   Dictionary of Greek

  • λάρνακ' — λάρνακα , λάρναξ coffer masc acc sg λάρνακι , λάρναξ coffer masc dat sg λάρνακε , λάρναξ coffer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρναχ' — λάρνακα , λάρναξ coffer masc acc sg λάρνακι , λάρναξ coffer masc dat sg λάρνακε , λάρναξ coffer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Βεργίνα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.246 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ. από τη Βέροια. Στη Β. βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας και όλης της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”